- υδροσειρά
- η, Νβιολ. διαδοχή που αρχίζει σε έναν βιότοπο με άφθονο νερό, και, πιο συγκεκριμένα, πρωτοπόρα φυτική βιοκοινότητα με είδη τα οποία εξαρτώνται από τη χημική φύση τού νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrosere].
Dictionary of Greek. 2013.